ΝΙΚΟΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ, Αχτίδες νυχτόβιες
(εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009)

του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου

 Οφείλω να δηλώσω εξαρχής ότι ο νέος ποιητής Νίκος Βιολάρης είναι λάτρης του «μουσικού καιρού»˙ της εποχής που η λύπη και η ομορφιά συνέθεταν το κάλυμμα, το ημιδιαφανές πέπλο που κάλυπτε τα πράγματα , αμβλύνοντας τις αιχμηρές τους πλευρές και αφαιρώντας τους ένα σημαντικό μέρος από το αντικειμενικό τους βάρος, ενώ, παράλληλα, μια υγρασία αισθημάτων διάβρωνε την ξηρασία της πραγματικότητας, κάνοντάς την υποφερτή και προσφορότερη στο όνειρο. Οι καταβολές του εντοπίζονται στους νεορομαντικούς και νεοσυμβολιστές ποιητές του μεσοπολέμου, τα διδάγματα των οποίων συνδυάζει με απηχήσεις κάποιων νεωτεριστών της γενιάς του ’30, με προεξάρχουσα, κατά τη γνώμη μου, τη φωνή του Γιώργου Σαραντάρη, αν και ο νέος ποιητής δείχνει να επικοινωνεί αμέσοτερα με την πραγματικότητα, με συνέπεια η μουσική και η συναισθηματική διάχυση να είναι, στην περίπτωσή του, ελεγχόμενη και συγκρατημένη.
 Η επαφή του Νίκου Βιολάρη με την αισθητή φύση των πραγμάτων που τον περιβάλλουν, αλλά και η αντιμετώπιση των αισθημάτων που του γεννούν αυτά τα πράγματα και γενικά οι περιστάσεις του εσωτερικού και του κοινωνικού του βίου, γίνονται με τρόπους αβρούς, διακριτικούς. Οι λέξεις που συνέχουν το λόγο του, με διαβρωμένους από μιαν εσωτερική μουσική διάθεση τους ήχους τους, αλλά με ακέραια τα νοήματά τους περιρέουν προστατευτικά όλα όσα τον κινητοποιούν και τον ευαισθητοποιούν ποιητικά, ενώ άλλοτε λειτουργούν σαν φορείς ματαιωμένων νοημάτων˙ μνημεία σιωπής που κάποτε ήχησε αλλά ανοιχτά στο διηνεκές ενδεχόμενο να ηχήσει και πάλι, ρίχνοντας νέο φως στα πράγματα. Τόσο στη μια όσο και στην άλλη, πάντως, περίπτωση, οι λέξεις τίθενται στην υπηρεσία μιας υπέρτατης, πλην σιωπηλής ομορφιάς που, είτε προφανής είτε υφέρπουσα, καταλύει τους αρμούς της σκέψης και των αισθημάτων˙ γίνεται ερεθιστική, προκλητική και επίβουλη.   
Η λύπη, μονολότι κυριαρχεί ως αίσθημα και ως κατάσταση στο ποιητικό πεδίο , μοιάζει ελαφρότερη από τα δηλωμένα ή εικαζόμενα αίτια που την προκάλεσαν και τη συντηρούν. Σ’ αυτό συμβάλλουν αφενός η εντονότατη μουσική αίσθηση του ποιητικού υποκειμένου και αφετέρου η, εμμέσως πλην σαφώς, προκύπτουσα θέληση του τελευταίου για συμμετοχή στη ζωή ˙ η σταθερή παρά τους κλυδωνισμούς της βεβαιότητά του ότι η ζωή είναι ένα μέγα αγαθό άξιο σεβασμού και υποταγής , αρκεί να έχει κανείς τη φαντασία και τη δυνατότητα να τη σκηνοθετεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ιδιοσυγκρασιακής του ιδιαιτερότητας. Κάτι που επιχειρεί, στην προκειμένη περίπτωση, ο ποιητής επιλέγοντας ως χώρο της ποιητικής του διαβίωσης και ως σημείο εφαλτήριο των ποιητικών του εκδιπλώσεων τη νύχτα˙ σκηνοθετώντας , μάλλον, μία νύχτα ανταποκρινόμενη στις πνευματικές, συναισθηματικές και αισθητικές του αξιώσεις. Μία νύχτα χωρίς αρραγές σκοτάδι , καθώς «αχτίδες νυχτόβιες», «φάροι», το διασπούν , επιτρέποντας διαρκείς μετακινήσεις –περιπλανήσεις στους δρόμους του ύπνου και του ξύπνου, του ονείρου και της πραγματικότητας , τα διαχωριστικά όνειρα των οποίων είναι μονίμως ασαφή και συγκεχυμένα. Θα έλεγε κανείς ότι ο νέος ποιητής μεριμνά , άλλοτε οικειοθελώς και άλλοτε υπακούοντας σε σκοτεινά , ένδοθεν κελεύσματα , για τη διατήρηση της ασάφειας αυτών των ορίων, για τη συνεχή, κυματοειδή μετακίνησή τους , ανταποκρινόμενος έτσι στις υπόγειες και κάποτε φανερές ρομαντικές διαθέσεις του.

Διάκειται φιλικά προς την παράδοση και δεν τον αναστέλλει το ενδεχόμενο να φανούν οι «διατηρημένες» σχέσεις του με συγκεκριμένες πτυχές της. Σχέσεις που αφενός δεν τον αποτρέπουν από το να αισθάνεται οικεία με το «μοντέρνο» και , αφετέρου, τον στέργουν στη συγκεκριμενοποίηση των ενδόμυχων φόβων και αγωνιών του. Του φόβου του μπροστά στον απάνθρωπο μηχανισμό της καθημερινότητας , κυρίως όμως του φόβου μήπως αποδειχθεί εντέλει ανεπαρκής στην αντιμετώπιση των αδήριτων αναγκών της πραγματικότητας , η οποία ορθώνεται επιφυλακτική ή αρνητική μπροστά στο αδύνατο –που όμως για τον ποιητή δεν είναι συνώνυμο του ανέφικτου- και κρατάει πεισματικά κλειστές τις θύρες της στο διαφορετικό. Παρά τους φόβους του , ωστόσο, αισθάνεται –και είναι- ικανός για μικρής εμβέλειας, πλην όμως σημαντικά, επιτεύγματα στον υπαρκτό και συνάμα ανύπαρκτο μικρόκοσμό του , τον συνθεμένο με δικές του ελπίδες, φοβίες, επιθυμίες , πραγματώσεις, ματαιώσεις και διαψεύσεις. Μπορεί και μεταποιεί τα πράγματα που υποπίπτουν στην αντίληψή του , προσδίδοντάς τους διαστάσεις και ιδιότητες ιδιαζόντως πραγματικές , μη προσήκουσες στην ύλη και την υφή τους. Ψαύει ή ακροάζεται τη συγκινημένη σιωπή που επωάζεται στην καρδιά των κοινότοπων και των ασυνήθιστων εκδοχών της πραγματικότητας που τον περιβάλλει˙ δρα ως ωτακουστής της σιωπής και καλλιεργεί τις πιθανότητες του εντοπισμού της , έχοντας διαμορφώσει μέσα του , την πρότυπη , την ιδανική εικόνα του ποιητή –που τον φαντάζεται ως «θεραπευτή του αλόγου», ως «θερμαστή του ονείρου», ως «θεατή του βυθού», ως αυτόν που «καταργεί την έρημο και γεννά μια άλλη», ως αυτόν που γνωρίζει πως τίποτα δεν είναι «πιο οριστικό από την απουσία των διαβατικών ίσκιων». Κι αυτό δεν είναι λίγο.