Και ξαφνικά ανακαλύπτουμε…

                                                        της Έλσας Λιαροπούλου

 Το κοινό της ποίησης στις μέρες μας είναι λιγοστό. Αναφέρομαι βέβαια στο πραγματικό κοινό , εκείνο δηλαδή που δεν αγοράζει κάποια ποιητική συλλογή για τη βιβλιοθήκη του επειδή ο δημιουργός της έχει πάρει Νόμπελ ή έχει γίνει με οποιονδήποτε τρόπο γνωστός , αλλά στο κοινό εκείνο που ενημερώνεται για τις τάσεις, παρακολουθεί την εκδοτική κίνηση, ψάχνει ανάμεσα σε άγνωστα ονόματα, παρακολουθεί την πορεία των ποιητών που έχει αγαπήσει, και έχει την υπομονή να ξετρυπώνει ποιητικές συλλογές, ακόμα κι όταν δεν τις βρίσκει στους πάγκους των βιβλιοπωλείων με τη δικαιολογία ότι «δεν πουλάνε».
 Αυτό το κοινό ίσως να είναι ελάχιστο και αναντίστοιχο με τις ποιητικές συλλογές που εκδίδονται κάθε χρόνο , στο κέντρο και στην περιφέρεια, οι οποίες ως επί το πλείστον ικανοποιούν τις υπαρξιακές ανάγκες και τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες των δημιουργών τους , χωρίς να έχουν την τύχη να διαβαστούν και να αξιολογηθούν από μια αναγνωστική κοινότητα. Βέβαια πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανταπόκριση γιατί δεν γράφεται πια καλή ποίηση, ικανή να τραβήξει το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου κοινού , να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που η ποιητική μας παράδοση έχει δημιουργήσει στην ελληνική κοινωνία. Αυτό ωστόσο δεν είναι αλήθεια , γιατί τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν γραφτεί καλά ποιήματα κι έχουν εμφανιστεί στην λογοτεχνική σκηνή ποιητές που έχουν διαμορφώσει ταυτότητα και ποιητικό πρόσωπο, χωρίς όμως αυτό να γίνει γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό. Κάποιος θα έλεγε, ότι δεν είναι καιροί σήμερα για ποίηση και ίσως να μην είχε άδικο. Ο σκοταδισμός , η ανελευθερία κι ένας υφέρπων διαρκής έλεγχος, που δυστυχώς δεν προέρχονται μόνο από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, για να ελπίζουμε στην αντιμετώπισή τους , αλλά έχουν επεκταθεί στη συνείδηση και την πρακτική του μέσου πολίτη , δεν ευνοούν την ποίηση αλλά και κανενός είδους τέχνη. Όταν επικροτείται και, τολμώ να πω , ότι υποβάλλεται έμμεσα όχι μόνο η λογοκρισία αλλά και η βίαιη παρέμβαση σε έργα τέχνης , που υποτίθεται ότι θίγουν θρησκευτικά και ιδεολογικά πιστεύω , όταν αυτό δεν γίνεται μόνο από τη θρησκευτική , την πολιτική ή κάθε άλλη εξουσία αλλά μεταφέρεται ως ευθύνη, καθήκον και συνειδησιακή επιλογή στον καθημερινό άνθρωπο τότε πραγματικά πρέπει να ανησυχούμε σοβαρά, όχι μόνο για την ποίηση και κάθε είδους τέχνη , αλλά και για την προοπτική που έχει γενικότερα η ελεύθερη σκέψη, η δημοκρατία, η διακίνηση ιδεών, τα θεμελιώδη δηλαδή ανθρώπινα δικαιώματα, των οποίων η κατάκτηση υποτίθεται ότι έχει εδραιωθεί απολύτως. Και η ποίηση; Όταν τα πάντα γύρω μας ορίζονται όλο και πιο ασφυκτικά , όταν η γλώσσα αναγνωρίζεται σχεδόν μόνο όταν είναι ευθέως αναφορική, πού να βρει κοινό η ποίηση; Πώς να το αποκτήσει; Και τα νέα παιδιά που γράφουν ποίηση; Πού θα βρουν τον χώρο εκείνο που ευνοεί τον διάλογο , την ελεύθερη σκέψη, την κρίση, το γούστο, την δυνατότητα ανάπτυξης και επεξεργασίας της αισθητικής και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας; Η προσωπική μου εμπειρία από το «Ποιητικό εργαστήρι για νέους» που οργανώνει το ίδρυμα «Τάκης Σινόπουλος – Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης» είναι ότι πολλοί νέοι αναζητούν χώρους που να τους δίνουν τη δυνατότητα της προσωπικής τους έκφρασης και της επαφής τους με τα ποιητικά δρώμενα και άλλους ποιητές. Η επαφή μου με το Εργαστήρι με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι δεν υπάρχει καμία ρήξη στο σώμα της ποίησης , νεά παιδιά γράφουν στίχους, φτιάχνουν ποιήματα, εντάσσονται επάξια μέσα στην κοινότητα των ποιητών και βάζουν τα θεμέλια για την ποίηση που θα έρθει, για να εκφράσει αυτή την αντιφατική πολύπλοκη πραγματικότητα. Θα αναφέρω δύο νέα παιδιά των οποίων τα ποιήματα έφτασαν στα χέρια μου και θεωρώ ότι μπορούν να μας κάνουν να νιώσουμε αισιοδοξία για την πορεία της ποίησης και να πούμε ότι βρίσκεται σε καλά χέρια: Νίκος Βιολάρης, Βαγγέλης Μυλωνάς.
Και ξαφνικά ανακαλύπτω πως ο θάνατος/ είναι ο χρόνος/ που εξελίσσεται αδυσώπητα/ στα πρόσωπα τριγύρω μου/ κι εντός μου.
Στίχοι του πρώτου.
Καθήκον μου είναι να καρτερώ/ Το χθες για να έρθει το σήμερα και το αντίστροφο.
Στίχοι του δεύτερου.
Είναι όμορφο νέα παιδιά να μας δίνουν ευχαρίστηση και υποσχέσεις για το αύριο της ποίησης. Είναι επίσης σημαντικό να υπάρχουν χώροι, θεσμοθετημένοι ή μη δεν έχει σημασία, όπου νέοι εραστές της τέχνης θα μπορούν να εμπιστευτούν και να ξεδιπλώσουν τα φτερά τους. Είναι το λιγότερο που πρέπει και μπορεί να γίνει. Από την άλλη , η τεράστια εμπορική επιτυχία που γνωρίζει αυτές τις μέρες η βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη, γραμμένη από τον Ρόντρικ Μπήτον (εκδόσεις Ωκεανίδα) , δεν απαλλάσσει την κοινωνία από τις ενοχές της, αφού την εποχή που ο ποιητής εξέδιδε τις συλλογές του, αυτές επωλούντο σε λίγες δεκάδες αντίτυπα…

Έλσα Λιαροπούλου, η αυγή , 21/ 12/ 2003