Νίκου Βιολάρη, Πέρα απ' τη μέρα

(εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σσ 40)

Μια χαρά αιχμηρά είν’ τα πράγματα./ Οι λέξεις είναι / που αρρωσταίνουν. Μ’ αυτούς τους στίχους κλείνει η συλλογή του Νίκου Βιολάρη. Στίχοι που μου έφεραν στο νου την παρατήρηση της Νόρας Αναγνωστάκη για τον Μίλτο Σαχτούρη πως αντίθετα απ’ ότι συμβαίνει με τους περισσότερους ποιητές στους οποίους η φαντασία σφραγίζει το έργο και τη ζωή, στον Σαχτούρη είναι η ζωή που έχει διαβρώσει σε βάθος μεγάλων πληγών τον «φανταστικό» κόσμο μέσα στον οποίο κινείται η ποίησή του. Ο Νίκος Βιολάρης, χωρίς μεγάλο βάθος πληγών και με πολύ πιο περιορισμένο φανταστικό κόσμο, είναι μια ανάλογη περίπτωση ποιητή.
 Το ποιητικό βιβλίο “Πέρα απ’ τη μέρα” αποτελεί συλλογή πρωτοεμφανιζόμενου (και ηλικιακά) νέου που δύσκολα μπορείς να προσπεράσεις αδιάφορα. Το μικρό αυτό σύνολο των 26 ποιημάτων διαθέτει ενότητα ύφους και ποιητικού κόσμου με ταυτόχρονο αισθητικό αποτέλεσμα που δε συναντάς συχνά και σε πιο προχωρημένους.
 Το περιορισμένο λεξιλόγιο πυκνά υφασμένο σε ολιγόστιχα ποιήματα ολιγοσύλλαβων στίχων κυρίως όμως η ανησυχαστική αίσθηση που προκύπτει από τα ανεστραμμένα πρόσημα λέξεων-συμβόλων όπως είναι ημέρα-νύχτα/φως-σκοτάδι/ άνοιξη-φθινόπωρο προκαλούν για ένα γόνιμο συσχετισμό προς την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη.
Σκοπός του φωτός/ δεν είναι η αυγή/ αλλ’ η σφαγή/ της νυκτός/ το αιφνίδιο ξημέρωμα/ των μοχθηρών πραγμάτων/ η πόντιση των πάναγνων/ νυχτερινών σωμάτων/ σκοπός του φωτός/ είναι η στάχτη/ άνθη και δέντρα/ που λιγοστεύουν/ κίτρινα φύλλα/ νεκρά/ που χορεύουν. 
Η μέρα έρχεται πάντα «κρύβοντας τρικυμία» ενώ η δύση εντρυφά «στου χάους την επισκευή».
 Η ποίηση αυτή έχει, επίσης, κάτι το αδιαφανές, κάτι που προβάλλει αντίσταση στο διαφωτισμό της και την κριτική της εκλογίκευση. Μοιάζει αυτά τα αιχμηρά πράγματα που είδαμε στο τελευταίο ποίημα της συλλογής να τα έχει σκεπάσει –τελείως αντίθετα, εδώ, προς τον Σαχτούρη- ένα βαθύ βελούδο. Τα νιώθουμε στην αφή αλλά δεν τα βλέπουμε. Κι ίσως γι’ αυτό η ποίηση αυτή να είναι τόσο φτωχή σε εικόνες. Εικόνες που κι όταν υπάρχουν κρατούν ένα θάμπωμα που δεν παύει ωστόσο να υπηρετεί το βάθος:
Τρικυμία τα πράγματα/ τα πράγματα σώματα κύματα/ κι εντός του φωτός/ θρύψαλα/ εντός των δέντρων/ σύννεφα/ και μες στα σύννεφα/ άγγελοι τρεμοσβήνοντας.
 Ωστόσο ως εκδήλωση η ποίηση αυτή μοιάζει να στέκεται σε ένα σταυροδρόμι με άλλο σημείο επαφής της  τον ποιητικό ερμητισμό. Δεν είναι σαφές αν η (εν μέρει συνειδητή) κρυπτικότητα που την χαρακτηρίζει αφορά ατομικά βιώματα (κάτω απ’ το σώμα μου/ βροχή δε βρήκα/ μονάχα κλειδωμένη αίσθηση/ το κλειδωμένο μου αίμα/ μονάχα) ή μια γενικότερη αίσθηση ενός κόσμου , πιθανώς απόκρυφου, αποσπασμένου απ’ το ν ιστορικό χρόνο όπως στο παρακάτω –και αισθητικά ενδιαφέρον- ποίημα:
Παρόν είναι ακριβώς/ αυτό που δε συμβαίνει./ Κει που τα δέντρα ξέρουν πως / να μην ανθίζουν/ κι ο σπόρος μες στο χώμα/ σπόρος μένει/ κει που τους κήπους/ κηπουροί μαύροι ραντίζουν / και γίνεται ολοένα/ η άνοιξη πιο ξένη./ Τοπίο δηλαδή άχρονο/ ευτυχισμένο/ στάσιμο.
Ο νέος ποιητής δεν έχει διαμορφώσει ακόμα την προσωπικότητά του ώστε ο ποιητικός του κόσμος να αποκτήσει πιο ευδιάκριτα χαρακτηριστικά , όμως στο ποίημα αυτό ψηλαφούμε μια ενδιαφέρουσα αμφισημία ανάμεσα στο σπόρο που παραμένει σπόρος κάτι που το αισθανόμαστε δυσοίωνο («έως» εφιαλτικό) και στο δηλούμενο ως «ευτυχισμένο», στάσιμο τοπίο.
Κι αυτός που γράφει; Ίσως να είναι ο εξόριστος από το αιώνιο καλλιτέχνης, ο καταδικασμένος στο χρόνο και στην εμπειρία της φθοράς και του θανάτου, όπως το φανταζόμαστε διαβάζοντας αυτό το ωραίο ποίημα:
Μονάχα τα μη αποδημητικά πουλιά/ γνωρίζουν το φθινόπωρο / την εντός εξορία. /Όχι ανάλαφρα πάσχοντας την ερήμωση/ παρά πενθώντας/ πενθώντας/ θνητή πια/ την άνοιξη.
Ο Νίκος Βιολάρης νέος αλλά με μια καλογραμμένη σελίδα ανά χείρας εισέρχεται στο θέατρο της γραφής όπου πάνω και πέρα από βολικές "σχολές" και "γενιές" παριστάνεται ασταμάτητα και με τρόπο ριζικό το έργο της πνευματικής περιπέτειας του ανθρώπου.

Γιάννης Πατίλης, περιοδικό πλανόδιον, τχ. 40, Ιούνιος 2006