Ποίηση ενάντια στο χρόνο


του Ορέστη Στυλιανίδη


Μια χαρά αιχμηρά είν' τα πράγματα.
Οι λέξεις είναι
που αρρωσταίνουν


 Με αυτό το σύνθημα-ποίημα τελειώνει η 1η ποιητική συλλογή του Νίκου Βιολάρη σχολιάζοντας την ίδια. Όντως οι λέξεις του Βιολάρη δεν είναι αιχμηρές. Με μια 1η ματιά η ποίησή του φαίνεται ποίηση επιφάνειας. Οι στίχοι δεν εμβαθύνουν , δεν αναλύουν , στέκουν απαλοί δίχως να τρυπάνε την πραγματικότητα. Ποίηση λίγο παραιτημένη, λίγο ονειρική. Λες και τα πράγματα συμβαίνουν κάπου αλλού και ο ποιητής στέκεται σε ένα επέκεινα και απλώς καταγράφει με ολιγόστιχα ποιήματα τη φαινομενικότητά τους, παρεμβάλλοντας κάποια φευγαλέα σχόλια για την ουσία τους. Ή μάλλον θά 'θελε να στέκεται εκεί. Θά 'θελε να στέκεται σε μια νύχτα που δεν θα τη διαδεχτεί η μέρα, σε μια νύχτα πέρα από τη μέρα. Αλλά δεν τα καταφέρνει. Οπότε αρνείται:

δεν είναι μέρα [...] όνειρό μου εσύ βαθύ/ τρικυμισμένο
Ύστερα εκλιπαρεί:
Μην ανατείλεις ημέρα μου μην. Άσε το σώμα σου ήμερο/ εντός ή εκτός της νύχτας/ να κοιμάται.//Μην ανατείλεις ημέρα μου μην. Ας εντρυφήσει τώρα η δύση/ στου χάους την επισκευή.
Στη συνέχεια βαυκαλίζεται:
περπατάω πάνω απ' τη μέρα/ περπατάω κάτω απ' τη μέρα/ μέσα στη μέρα/ αφήνω/ το σώμα μου/ Και διασκεδάζω.
Και τέλος παραδίδεται αναγνωρίζοντας την ήττα του:
Μονάχα τα μη αποδημητικά πουλιά/ γνωρίζουν το φθινόπωρο/ την εντός εξορία.
Έτσι η ποίηση του Βιολάρη παγιδευμένη σε αυτή την εντός εξορία, είναι ποίηση χτισμένη πάνω στην απώλεια. Το δηλώνει άλλωστε έξοχα το 1ο, "προγραμματικό" του ποίημα:


ό, τι υπήρξε/ οριζόντια/ πριν τη μέρα/ υιοθετώντας τις παράξενες συνήθειες ερπετού/ κάτω απ' την πέτρα/ ζώντας τον χειμώνα/ μέσα στα δέντρα/ εικόνες της μικρής ζωής/ επαληθεύοντας την κλειδωμένη άνθηση/ επαληθεύοντας / την ραγισμένη αίσθηση/ ό, τι υπήρξε πριν/ τον κάθετο ίλιγγο.



Αυτό το πριν που ανοίγει ένα στίχο και κλείνει ένα δεύτερο - που έχει χάσει ο ποιητής πασχίζει να το ξαναβρεί , να το ξανακερδίσει "πέρα". Και συνθέτει μια ποίηση ενάντια στο χρόνο. Ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο απλώνεται η ποίησή του είναι η συμβολική αντίθεση μέρα/ νύχτα και η επακόλουθη φως/ σκοτάδι. Ο ποιητής τάσσεται με τη νύχτα. Δηλαδή τη Λήθη (:Η θηλή της νύχτας). Την αχρονία. Τη στασιμότητα. Την ηρεμία. Αλλά αυτό το κάνει εν επιγνώσει της απώλειας, εν επιγνώσει του εφήμερου της νύχτας. Η συλλογή δηλαδή μάλλον κινείται στο μετά από αυτό το πριν άρα όταν πλέον έχει ενεργοποιηθεί η διαδοχή της  μέρας με τη νύχτα. Για αυτό και δεν έχουμε να κάνουμε με ποιήματα απλώς αντιφατικά αλλά με ποιήματα που είναι εγκλωβισμένα στην αέναη διάχυση της νύχτας μέσα στη μέρα, την ομηρία του σκοταδιού καθώς είναι καταδικασμένο να φέρει το φως:



Σκοπός του φωτός/ δεν είναι η αυγή/ αλλά η σφαγή/ της νυκτός

ή
Κάθε αυγή φεγγάρι ελάχιστο/ ελπιδοβόρο γίνεται δρεπάνι/ θερίζει το σκοτάδι/ ύστατη πράξη


 Αυτό δεν είναι καινούργιο μοτίβο. Το φως ως εξέλιξη αλλά και άρνηση του σκοταδιού, η μέρα που υπάρχει μέσα στη νύχτα έχει επανειλημμένως απασχολήσει την ποίηση. Για πολλούς δε η συνεχής αυτή ενασχόληση με τον χρόνο είναι η ίδια η ουσία της ποίησης.

 Πάντα δε αυτό το δισυπόστατο των δύο εκφάνσεων της ημέρας δεν είναι ισάξιο. Καθώς η μέρα (και το φως) είναι συνυφασμένη με την κίνηση, τον χρόνο, τη φθορά, το θάνατο.
 Στον Ιβάν Γκολ πχ. την αυγή "η ζωή παίρνει και πάλι τη στιφή γεύση του αίματος". Αλλά και ο Καρούζος, αναφερόμενος μάλιστα στους ποιητές, γράφει: Κι όταν καμιά φορά μας τύχει/ κατηφορίζοντας απ' τις πολυκατοικίες/ να πάμε κάπως μακριά να περπατήσουμε πέρα/ για να κοιτάξουμε κανένα ηλιοβασίλεμα/ το αποτέλεσμα τζίφος./ Έχουμε πρόχειρο το σκοτάδι/ και έχουμε πρόχειρο το φως - ανάλογα.
Ειδικά για τον Καρούζο "ο χρόνος δεν είναι απάνθρωπος επειδή καταστρέφει, αλλά επειδή κινεί τα πάντα γύρω απ' τη συνείδηση, ώστε αυτή αδυνατεί να συλλάβει το νόημά τους, τη σημασία τους. Το μόνο που βλέπει η συνείδηση είναι η αδιάκοπη αλλαγή των μορφών γύρω από ένα αόρατο χρονόμετρο: η άνθηση των λουλουδιών και η πτώση των καρπών -όλα απορροφώνται από τη σπογγώδη φύση του εκτατού", όπως γράφει ο Αρανίτσης.
 Έτσι και ο Βιολάρης αναζητά ένα παγωμένο σημείο όπου η αέναη κίνηση του κόσμου έχει σταματήσει επιτρέποντας σε μας υποθέτω ελεύθερα να κινηθούμε οι ίδιοι αυτή τη φορά μέσα στην πραγματικότητα δίχως την αδιάκοπη κίνησή της να μας ξεπερνάει:


Παρόν είναι ακριβώς/ αυτό που δε συμβαίνει./ Κει που τα δέντρα ξέρουν πώς/ να μην ανθίζουν/ κι ο σπόρος μες στο χώμα/ σπόρος μένει/ κει που τους κήπους/ κηπουροί μαύροι ραντίζουν/ και γίνεται ολοένα/ η άνοιξη πιο ξένη./ Τοπίο δηλαδή άχρονο/ ευτυχισμένο/ στάσιμο.



Και αντίστοιχα απάνθρωπη θεωρεί την κίνηση του χρόνου όταν λακωνικά μα καθόλου κρυπτικά γράφει:



Κύμα είναι ό, τι συντηρεί/ την κίνηση/ την αγωνία/ την αίσθηση/ αλλεπάλληλου θανάτου.



Σε αυτό μάλιστα το ποίημα σημειώνει έναν από τους ουκ ολίγους - μικρούς ποιητικούς του θριάμβους. Αυτό το "συντηρεί" που τελειώνει τον πρώτο στίχο λάμπει ποιητικά, καθώς όπως είναι προφανές η κίνηση δεν μπορεί να είναι συντήρηση, αντίθετα είναι η καταστροφή αυτής. Αλλά αυτή η ειδική κίνηση που αντιμάχεται ο Βιολάρης συντηρεί τον συνεχή κύκλο διαδοχής μέρας νύχτας, φωτός-σκοταδιού. Συντηρεί τον θάνατο. Και καθώς αυτό το ρήμα στέκει εκεί , ο Βιολάρης μας υπενθυμίζει ότι το ακίνητο παρόν που επιθυμεί δεν είναι η συντήρηση αυτού που υπήρχε πριν την κίνηση -αυτό πάει, χάθηκε- αλλά το ξεπέρασμα του φαύλου κύκλου. Έχει μπόλικη μεταφυσική έτσι η ποίηση του Βιολάρη. Αυτή η συνεχής αγωνία του -είναι κοινότοπο- αλλά θα το πούμε "υπαρξιακή αγωνία".

 Αλλά μία και θίξαμε ζητήματα μορφής , να πούμε ότι τον κάθετο ίλιγγο του 1ου ποιήματος -με ό, τι αυτός κουβαλάει- δεν τον εγκαταλείπει ποτέ. Είναι συνάμα νοηματικός άξονας αλλά και μορφολογική επιταγή. Τα ποιήματά του πέφτουν, βουτάνε στη θάλασσα της μέρας , ρέουν προς τα κάτω, ενώ κερδίζουν σε ευστάθεια, σε "κράτημα" από τις παρηχήσεις τους , τους διασκελισμούς τους -φειδωλά και συνεκτικά βαλμένες, τις μετέωρες λέξεις-στίχους που διατηρούν την αμφισημία τους φλερτάροντας εξίσου με τα άνωθεν και κάτωθεν σώματα του ποιήματος, την επανάληψη λεκτικών συνταγών που επ' ουδενί δεν υποδηλώνει έλλειψη φαντασίας αλλά συγγένεια, κοινή καταγωγή όλων των εκφάνσεων των στίχων του.
 Οι στίχοι του με τη σειρά τους απλώνονται γύρω από τα κεντρικά δίπολα που περιγράψαμε αντλώντας από μία μεστή δεξαμενή νοημάτων και λεκτικών τροπισμών. Έχει η συλλογή  και νοηματική και υφολογική ενότητα πρωτοφανή. Το ένα ποίημα όχι μόνο συμπληρώνει το άλλο, αλλά σε μεγάλο βαθμό προϋποθέτει και τα υπόλοιπα. Όπως και τα νοηματοδοτεί. Οι στιχουργικές αποκρυσταλλώσεις του Βιολάρη έχουν κοινή πηγή , έχουν βγει από την ίδια μήτρα, είναι μεστά στερεά με την ίδια ανάμνηση της κοινής υγρής του φύσης. Δεν χάνει το δρόμο του στις άπειρες δυνατότητες της έκφρασης, αλλά καρφώνει τις λέξεις του γερά , βαδίζει σταθερά και αφήνει το χάος να έρθει σε αυτόν σε ασυνεχείς οικειοποιήσιμες δόσεις. Δεν το κυνηγάει με λεκτικά παραληρήματα. Η οικονομία και το περιορισμένο φάσμα της γραφής του δίνει χώρο για μικρές εξαιρετικές εκλάμψεις και για σπάνιες στιγμές ποιητικής συμπύκνωσης. Πλάθει λέξεις (ελπιδοβόρο γίνεται δρεπάνι), επαναλαμβάνει αντιστρέφοντας (φύλλα ραγίζοντας γυρίζουν στον αγέρα/ φύλλα γυρίζοντας ραγίζουν τον αγέρα) παράγει ήχους (πρώτη ίσως έξαψη φωτός/ βέβαια βαθύς βυθός/ αφή/ της νύχτας) , μεταφέρει τις κεντρικές αντιθέσεις σε άλλες δευτερεύουσες μορφικές (Κανένα φως/ εκτός του φωτός/ κανένα φως/ εντός) ομοιοκαταληκτεί αιφνιδιαστικά και βρίσκει έναν κοφτό εσωτερικό ρυθμό έχοντας στρατηγική στη χρήση του ελεύθερου στίχου. Τελικά ενώ τα ποιήματά του στην αρχή δείχνουν απλά δίχως να αποκαλύπτουν προς τι η ελκυστικότητα που διαισθητικά προκαλούν , αποκαλύπτονται όλα τους εξαιρετικά δουλεμένα και προσεκτικά. Αν ψάξουμε να βρούμε συγγένειες στις σφιχτές αυτές μορφές , στην ανακύκλωση κάποιων κεντρικών μοτίβων και στον ιδιότυπο τρόπο με τον οποίο ο Βιολάρης οικειοποιείται κοινά και χιλιοχρησιμοποιημένα σύμβολα για να τα διατάξει με νέο τρόπο, να τα νοηματοδοτήσει και να τα οπτικοποιήσει τελείως προσωπικά, σίγουρα θα σταματούσαμε στον Σαχτούρη. Αν δε τα ποιήματά του συναντούσαν στο έπακρο την κρυπτικότητα που υπαινίσσονται και ρίσκαραν λίγο παραπάνω παραμελώντας αυτό που είναι εύκολο στην πρόσληψη και προκαλεί οικείους ποικίλους ποιητικούς συνειρμούς, πιθανόν να βρίσκαμε στη διαδρομή και τα ίχνη του Celan.
 Όμως το θέμα δεν είναι να δούμε από που έχει αντλήσει ο Βιολάρης, να χαρτογραφήσουμε συμπάθειες και επιρροές. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Βιολάρης καταφέρνει μαι δύσκολη ισορροπία σε σχέση με τα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Παραμένει προσωπικός και ακοινώνητος μεν με την έννοια ότι δεν υπάρχει πουθενά ο εξωτερικός κόσμος, δεν υπάρχει εγώ και εσύ, ούτε εμείς , ούτε καν εσείς συνθέτοντας μια ακόμα ποίηση ατομική. Αλλά και εκεί είναι η μαγκιά του δεν κάνει σε καμία περίπτωση ποίηση εξομολογητική, βιωματική, ή ό, τι άλλο επίθετο έχει προσδοθεί σε διάφορα ποιητικότροπα ημερολόγια που εκδίδονται. Περιφρονεί εξίσου και τον "εσωτερικό χώρο"· αποφεύγει τέλος ευφυώς και την παγίδα μιας ανίσχυρης ποίησης στοχασμού που καραδοκεί ειδικά στα θέματα με τα οποία καταπιάνεται. Επιτυγχάνει έτσι μια γραφή το υποκείμενο της οποίας σπανίως αναδύεται αντιλαμβανόμενο τον εαυτό του ως μέρος της πραγματικότητας· μια γραφή που μας αποκαλύπτεται σαν μικρές καταγραφές που έγιναν σύντομα και παράπεσαν από τον ιδιοκτήτη τους. Αλλά, καταγραφές προσεγμένες και διόλου "ποιητικές". Καταγραφές μέσω της ποίησης διότι αποφάσισε ότι μόνο η ποίηση αρμόζει σε τέτοιες καταγραφές.
 Αυτή η πορεία έχει όπως δείξαμε από πίσω της και δουλειά και συμπεράσματα. Το κεντρικό συμπέρασμα με το οποίο ανοίξαμε το κείμενο δείχνει τη θέληση για αιχμηρότητα τη θέληση δηλαδή για πράξη. Προκαλεί εντύπωση αυτό στο τέλος τόσων ποιημάτων όπου η πράξη λείπει, όπου το ποιητικό εγώ περιορίζεται από την απλή παρατήρηση μέχρι το πολύ στην διαμαρτυρία. Υπό την επήρεια λοιπόν αυτών των ποιημάτων αυτή η έκκληση για αιχμηρότητα μπορεί να διαβαστεί με τρεις τρόπους: ως αυτοκριτική · ως κριτική της σημερινής ποίησης που αδυνατεί να εφεύρει αιχμηρές χειρονομίες· ως σχόλιο για την ποίηση γενικά που βρίσκεται εκτός ζωής , αποτελώντας περιττό μα όμορφο διάκοσμό της που στήνεται κατόπιν εορτής.
 Το ποια ανάγνωση από τις τρεις είναι έγκυρη δεν έχει παρά να μας το δείξει ο Βιολάρης στην ενδιαφέρουσα -όπως προδιαγράφεται- συνέχεια. Ας προσπαθήσουμε μέχρι τότε, μέχρι να μας φιλέψει με νέα ποιήματα , να είμαστε αιχμηροί. Στο γράψιμο και στις ζωές μας. Και αν άλλο εννοούσε ο ίδιος, τον ευχαριστούμε που μας υπενθύμισε τη δικιά μας εμμονή.

περιοδικό contact, τχ. 9, έκδοση του ελεύθερου κοινωνικού χώρου Nosotros